Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰετοῦ οἴματ' ἔχων

См. также в других словарях:

  • οίμα — οἶμα, οἴματος, τὸ (Α) βίαιη εφόρμηση, έφοδος («αἰετοῡ οἴματ ἔχων μέλανος τοῡ θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. οἶμα μαρτυρείται στον Ομηρο ο αόρ. οἰμῆσαι, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος οἰμάω. Η ανώμαλη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»